- κερδαλέος
- -α, -ο (Α κερδαλέος, -α, -ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος]αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ' ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.)αρχ.1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος», Ομ. Οδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ή κερδαλέη και κερδαλῆα) η αλεπού («τῇ λεοντή τὴν κερδαλῆν ἐγκρύπτειν», Γρηγ. Ναζ.)β) το δέρμα τής αλεπούς.επίρρ...κερδαλέως (Α)επωφελώς, με κέρδος, με ωφέλεια, ιδιοτελώς («Ἀθηναίους ἑλόμενοι δικαίως μᾱλλον ἢ ὑμᾱς κερδαλέως» — επειδή προτιμήσαμε μάλλον τους Αθηναίους σύμφωνα με το δίκαιο παρά εσάς σύμφωνα με το συμφέρον μας, Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.